- ὑπερπερισσῶς
- ὑπερπερισσῶς adv. (B-D-F §12; 116, 3; Rob. 297) beyond all measure Mk 7:37.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ὑπερπερισσῶς — beyond all measure indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερπερισσώς — Α επίρρ. περισσότερο από το κανονικό, υπερβολικά, υπέρμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + περισσῶς «υπερβολικά, υπέρμετρα»] … Dictionary of Greek